Dictionary of Greek. 2013.
προβαθύς — ύ, δ. ανάγν. αρσ. προβαθής, Α 1. ο πολύ βαθύς 2. (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) προβαθέστερον πολύ πιο βαθιά … Dictionary of Greek